Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κεφαλικός φόρος αρσενικό

  • φόρος κατά κεφαλή· φόρος που καταλογίζεται σε κάθε άτομο χωριστά, ανεξάρτητα από το εισόδημά του· χαράτσι

  Μεταφράσεις επεξεργασία