χαράτσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαράτσι | τα | χαράτσια |
γενική | του | χαρατσιού | των | χαρατσιών |
αιτιατική | το | χαράτσι | τα | χαράτσια |
κλητική | χαράτσι | χαράτσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαράτσι < μεσαιωνική ελληνική χαράτσι < οθωμανική τουρκική خراج (haraç) (τουρκική haraç) < αραβική خراج (kharāj)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaˈɾa.t͡si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρά‐τσι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαράτσι ουδέτερο
- (ιστορία, οικονομία) κεφαλικός φόρος που πλήρωναν οι υπήκοοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας που δεν ήταν μουσουλμάνοι
- (μεταφορικά) αδικαιολόγητα υψηλή φορολογία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- χαράτσι στη Βικιπαίδεια