Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cap caps

cap (en)

  1. (ενδυμασία) το καπέλο
     συνώνυμα: hat
  2. προστατευτικό κάλυμμα
  3. το καπάκι
    the cap of a tube of toothpaste - το καπάκι μιας οδοντόπαστας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lid
  4. σφράγισμα για δόντια
  5. η κορυφή ενός βουνού
  6. το ανώτερο τμήμα ενός μανιταριού
  7. μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμεύει για να προκαλέσει την έκρηξη μιας μεγαλύτερης ποσότητας
  8. (αργκό) η σφαίρα για να πυροβολήσεις κάποιον
  9. (μαθηματικά) το σύμβολο που δηλώνει την τομή δύο συνόλων
  10. ένα ανώτατο όριο
  11. κεφαλαίο γράμμα
  12. η συμμετοχή για έναν ποδοσφαιριστή σε διεθνή αγώνα, πχ με την εθνική ομάδα
  13. το κιονόκρανο
  14. (ΗΒ) το αντισυλληπτικό διάφραγμα
ενεστώτας cap
γ΄ ενικό ενεστώτα caps
αόριστος capped
παθητική μετοχή capped
ενεργητική μετοχή capping

cap (en)

  1. καπακώνω, σκεπάζω
  2. θέτω ένα ανώτατο όριο
  3. διαλέγω έναν ποδοσφαιριστή για διεθνή αγώνα



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cap (fr) αρσενικό