cap
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cap | caps |
cap (en)
- (ενδυμασία) το καπέλο
- προστατευτικό κάλυμμα
- το καπάκι
- σφράγισμα για δόντια
- η κορυφή ενός βουνού
- το ανώτερο τμήμα ενός μανιταριού
- μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμεύει για να προκαλέσει την έκρηξη μιας μεγαλύτερης ποσότητας
- (αργκό) η σφαίρα για να πυροβολήσεις κάποιον
- (μαθηματικά) το σύμβολο ∩ που δηλώνει την τομή δύο συνόλων
- ένα ανώτατο όριο
- κεφαλαίο γράμμα
- η συμμετοχή για έναν ποδοσφαιριστή σε διεθνή αγώνα, πχ με την εθνική ομάδα
- το κιονόκρανο
- (ΗΒ) το αντισυλληπτικό διάφραγμα
- (μη μετρήσιμο) περικοπή του του capitalization
- ⮡ mid-cap stocks - μετοχές μεσαίας κεφαλαιοποίησης