καπακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.paˈko.no/
Ρήμα
επεξεργασίακαπακώνω (παθητική φωνή: καπακώνομαι)
- καλύπτω με καπάκι ή με κάτι που μοιάζει μ’ αυτό
- (μεταφορικά) συγκαλύπτω, εξαπατώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καπάκι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καπακώνω | καπάκωνα | θα καπακώνω | να καπακώνω | καπακώνοντας | |
β' ενικ. | καπακώνεις | καπάκωνες | θα καπακώνεις | να καπακώνεις | καπάκωνε | |
γ' ενικ. | καπακώνει | καπάκωνε | θα καπακώνει | να καπακώνει | ||
α' πληθ. | καπακώνουμε | καπακώναμε | θα καπακώνουμε | να καπακώνουμε | ||
β' πληθ. | καπακώνετε | καπακώνατε | θα καπακώνετε | να καπακώνετε | καπακώνετε | |
γ' πληθ. | καπακώνουν(ε) | καπάκωναν καπακώναν(ε) |
θα καπακώνουν(ε) | να καπακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καπάκωσα | θα καπακώσω | να καπακώσω | καπακώσει | ||
β' ενικ. | καπάκωσες | θα καπακώσεις | να καπακώσεις | καπάκωσε | ||
γ' ενικ. | καπάκωσε | θα καπακώσει | να καπακώσει | |||
α' πληθ. | καπακώσαμε | θα καπακώσουμε | να καπακώσουμε | |||
β' πληθ. | καπακώσατε | θα καπακώσετε | να καπακώσετε | καπακώστε | ||
γ' πληθ. | καπάκωσαν καπακώσαν(ε) |
θα καπακώσουν(ε) | να καπακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καπακώσει | είχα καπακώσει | θα έχω καπακώσει | να έχω καπακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καπακώσει | είχες καπακώσει | θα έχεις καπακώσει | να έχεις καπακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καπακώσει | είχε καπακώσει | θα έχει καπακώσει | να έχει καπακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καπακώσει | είχαμε καπακώσει | θα έχουμε καπακώσει | να έχουμε καπακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καπακώσει | είχατε καπακώσει | θα έχετε καπακώσει | να έχετε καπακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καπακώσει | είχαν καπακώσει | θα έχουν καπακώσει | να έχουν καπακώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπακώνω
|