Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκαπακώνω < ξε- + καπακώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.ka.paˈko.no/

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκαπακώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία