διάφραγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάφραγμα < αρχαία ελληνική διάφραγμα < διαφράσσω < φράσσω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði̯a.fɾaɣ.ma/ & /ˈðʝa.fɾaɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : διά‐φραγ‐μα ή δι‐ά‐φραγ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάφραγμα ουδέτερο
- (ανατομία) λεπτή μεμβράνη που χωρίζει το θώρακα από την κοιλιά ή διαχωρίζει άλλα όργανα
- λεπτή μεμβράνη σε μηχανισμούς που διαχωρίζει τμήματά τους
- (χημεία) περατή ή ημιπερατή μεμβράνη σε χημικά πειράματα
- αντισυλληπτική συσκευή που τοποθετείται από τη γυναίκα στον κόλπο της πριν την σεξουαλική επαφή
- (φωτογραφία) το μέγεθος της οπής που ανοίγει μεταξύ φακού και αισθητήρα / φιλμ, για να περάσει το φως
- ⮡ Με τόσο χαμηλό φωτισμό πρέπει να βάλεις το μεγαλύτερο διάφραγμα που επιτρέπει η φωτογραφική σου μηχανή.
- (αρχιτεκτονική) τοίχος που χωρίζει δύο χώρους
Συγγενικά
επεξεργασία- διαφραγματικός
- διαφραγματοκήλη
- → δείτε τις λέξεις διά και φράζω