διαφραγματοκήλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαφραγματοκήλη | οι | διαφραγματοκήλες |
γενική | της | διαφραγματοκήλης | — | |
αιτιατική | τη | διαφραγματοκήλη | τις | διαφραγματοκήλες |
κλητική | διαφραγματοκήλη | διαφραγματοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιαφραγματοκήλη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαφραγματοκήλη