↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαφραγματοκήλη οι διαφραγματοκήλες
      γενική της διαφραγματοκήλης
    αιτιατική τη διαφραγματοκήλη τις διαφραγματοκήλες
     κλητική διαφραγματοκήλη διαφραγματοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Mε B, C και D οι διαφορετικές περιπτώσεις διαφραγματοκήλης, ενώ με A το κανονικό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαφραγματοκήλη < διάφραγμα + -ο- + κήλη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.fɾaɣ.ma.toˈci.li/ & /ðʝa.fɾaɣ.ma.toˈci.li/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαφραγματοκήλη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία