Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈfɾaɣ.ma.tos/ & /ðʝaˈfɾaɣ.ma.tos/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διαφράγματος