↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσότοιχος οι μεσότοιχοι
      γενική του μεσότοιχου των μεσότοιχων
    αιτιατική τον μεσότοιχο τους μεσότοιχους
     κλητική μεσότοιχε μεσότοιχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσότοιχος < (ελληνιστική κοινήμεσότοιχος < αρχαία ελληνική μέσος + τοῖχος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meˈso.ti.xos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσότοιχος αρσενικό

  1. ο τοίχος που βρίσκεται εσωτερικά σε μια οικία ή κάποιο κτίσμα
  2. (σπάνιο) μεσοτοιχία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία