μεσοτοιχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσοτοιχία < μεσότοιχος + -ία < μεσο- + τοίχος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσοτοιχία θηλυκό
- τοίχος που είναι κοινός ανάμεσα σε δύο οικοδομές
- εσωτερικός τοίχος μιας οικοδομής
- (αργκό): στενή σχέση, ιδιαίτερη σχέση, (στη γλώσσα των κακοποιών)