ενικός         πληθυντικός  
wall walls

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wall (en)

  1. το τείχος, ψηλός και ισχυρός τοίχος από μεγάλες πέτρες, που έχτιζαν γύρω από εκτεταμένες περιοχές για προστασία από τους εχθρούς
    ⮡  the Great Wall of China - το Σινικό Τείχος
    ⮡  the long walls of Athens - τα μακρά τείχη των Αθηνών
    ⮡  a fortified/impregnable/unassailable wall - οχυρό/άπαρτο/απρόσβλητο τείχος
  2. ο τοίχος, οποιαδήποτε από τις πλευρές ενός κτιρίου ή δωματίου
    ⮡  The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
    Οι τοίχοι των ανακτόρων της Κνωσού είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες.
  3. το τείχος, κάτι που αποτελεί εμπόδιο ή με εμποδίζει να κάνω πρόοδο
    ⮡  a wall of fire/water - τείχος φωτιά/νερού
    ⮡  The soldiers made a wall with their bodies.
    Οι στρατιώτες έφτιαξαν με τα σώματά τους ένα τείχος.
    ⮡  He put up a wall around himself and didn’t let anyone come into contact.
    Έχει υψώσει γύρω του ένα τείχος και δεν έρχεται σε επαφή με κανένα.
  4. (ανατομία) το τοίχωμα, ιστοί που καλύπτουν το εσωτερικό κοίλων οργάνων ή κοιλότητας του σώματος
    ⮡  the walls of the vessels/arteries - τα τοιχώματα των αγγείων/των αρτηριών
  5. το τοίχωμα, ένα αντικείμενο που λειτουργεί ως διαχωριστικό
    ⮡  the walls of the ship/the well/the cave - τα τοιχώματα του πλοίου/του πηγαδιού/της σπηλιάς
    ⮡  the walls of the pipe - τα τοιχώματα του σωλήνα