wall
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wall | walls |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwall (en)
- το τείχος, ψηλός και ισχυρός τοίχος από μεγάλες πέτρες, που έχτιζαν γύρω από εκτεταμένες περιοχές για προστασία από τους εχθρούς
- ⮡ the Great Wall of China - το Σινικό Τείχος
- ⮡ the long walls of Athens - τα μακρά τείχη των Αθηνών
- ⮡ a fortified/impregnable/unassailable wall - οχυρό/άπαρτο/απρόσβλητο τείχος
- ο τοίχος, οποιαδήποτε από τις πλευρές ενός κτιρίου ή δωματίου
- ⮡ The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
- Οι τοίχοι των ανακτόρων της Κνωσού είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες.
- ⮡ The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
- το τείχος, κάτι που αποτελεί εμπόδιο ή με εμποδίζει να κάνω πρόοδο
- ⮡ a wall of fire/water - τείχος φωτιά/νερού
- ⮡ The soldiers made a wall with their bodies.
- Οι στρατιώτες έφτιαξαν με τα σώματά τους ένα τείχος.
- ⮡ He put up a wall around himself and didn’t let anyone come into contact.
- Έχει υψώσει γύρω του ένα τείχος και δεν έρχεται σε επαφή με κανένα.
- (ανατομία) το τοίχωμα, ιστοί που καλύπτουν το εσωτερικό κοίλων οργάνων ή κοιλότητας του σώματος
- ⮡ the walls of the vessels/arteries - τα τοιχώματα των αγγείων/των αρτηριών
- το τοίχωμα, ένα αντικείμενο που λειτουργεί ως διαχωριστικό
- ⮡ the walls of the ship/the well/the cave - τα τοιχώματα του πλοίου/του πηγαδιού/της σπηλιάς
- ⮡ the walls of the pipe - τα τοιχώματα του σωλήνα