περατός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περατός | η | περατή | το | περατό |
γενική | του | περατού | της | περατής | του | περατού |
αιτιατική | τον | περατό | την | περατή | το | περατό |
κλητική | περατέ | περατή | περατό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περατοί | οι | περατές | τα | περατά |
γενική | των | περατών | των | περατών | των | περατών |
αιτιατική | τους | περατούς | τις | περατές | τα | περατά |
κλητική | περατοί | περατές | περατά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περατός < αρχαία ελληνική περατός < περάω
Επίθετο
επεξεργασίαπερατός, ή, -ό
- (λόγιο) που είναι δυνατόν να περαστεί
- (λόγιο) που είναι δυνατόν να διαπεραστεί
- Για το συγκεριμένο πρόβλημα, προτείνεται ένα διάφραγμα με εναλλασσόμενα αδιαπέρατα και περατά τμήματα (funnel and gate), έτσι ώστε το νερό να περνάει με μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα από τα περατά τμήματα. (*)