Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

diaphragm (en)

  1. (ανατομία) το διάφραγμα (μεταξύ θώρακα και κοιλιάς ή άλλων οργάνων)
  2. διάφραγμα (για τη γυναικεία αντισύλληψη)
  3. διάφραγμα, λεπτή μεμβράνη σε μηχανισμούς, σε χημικά πειράματα κλπ
  4. το διάφραγμα της φωτογραφικής μηχανής