Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dja.fʁaɡm/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diaphragme diaphragmes

diaphragme (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία