diaphragme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diaphragme | diaphragmes |
diaphragme (fr) αρσενικό
- το διάφραγμα
ενικός | πληθυντικός |
diaphragme | diaphragmes |
diaphragme (fr) αρσενικό