Ουσιαστικό

επεξεργασία

aperture (en) ουδέτερο

  1. άνοιγμα, οπή
  2. (φωτογραφία) διάφραγμα


      ενικός         πληθυντικός  
aperture apertures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aperture (fr) θηλυκό

  1. (φωνητική) άνοιγμα ενός φωνήματος