σφράγισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsfɾa.ʝi.zma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφράγισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σφραγίζω
- η αποτύπωση μιας σφραγίδας σε έγγραφο
- το κλείσιμο ενός χώρου (π.χ. καταστήματος), έπειτα από δικαστική εντολή
- (οδοντιατρική) το γέμισμα με ειδικό υλικό της τρύπας ενός δοντιού καθώς και το υλικό αυτό
- το μπλοκάρισμα, η φραγή του τραπεζικού λογαριασμού εάν υπάρχει ακάλυπτο χρέος (π.χ. ακάλυπτη επιταγή) που δεν έχει πληρωθεί εντός συγκεκριμένου ημερολογιακού ορίου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφράγισμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σφράγισμᾰ | τὰ | σφραγίσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | σφραγίσμᾰτος | τῶν | σφραγισμᾰ́των |
δοτική | τῷ | σφραγίσμᾰτῐ | τοῖς | σφραγίσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σφράγισμᾰ | τὰ | σφραγίσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | σφράγισμᾰ | σφραγίσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφραγίσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σφραγισμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφράγισμα ουδέτερο
- το αποτύπωμα ενός σφραγιδόλιθου
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις σφραγίζω και σφραγίς
Πηγές επεξεργασία
- σφράγισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφράγισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.