Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφράγισμα τα σφραγίσματα
      γενική του σφραγίσματος των σφραγισμάτων
    αιτιατική το σφράγισμα τα σφραγίσματα
     κλητική σφράγισμα σφραγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφράγισμα < σφραγίζω, σφραγισ- + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsfɾa.ʝi.zma/
 
σφράγισμα ταχυδρομικών φακέλων
 
οδοντικά σφραγίσματα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφράγισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σφράγισμᾰ τὰ σφραγίσμᾰτ
      γενική τοῦ σφραγίσμᾰτος τῶν σφραγισμᾰ́των
      δοτική τῷ σφραγίσμᾰτ τοῖς σφραγίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σφράγισμᾰ τὰ σφραγίσμᾰτ
     κλητική ! σφράγισμᾰ σφραγίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφραγίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  σφραγισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφράγισμα < σφραγίζω, σφραγισ- + -μα < σφραγίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφράγισμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σφραγίζω και σφραγίς

  Πηγές επεξεργασία