↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφραγιδόλιθος οι σφραγιδόλιθοι
      γενική του σφραγιδόλιθου
σφραγιδολίθου
των σφραγιδόλιθων
σφραγιδολίθων
    αιτιατική τον σφραγιδόλιθο τους σφραγιδόλιθους
σφραγιδολίθους
     κλητική σφραγιδόλιθε σφραγιδόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφραγιδόλιθος < σφραγίδα + -ο- + λίθος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sfra.ʝiˈðo.li.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφρα‐γι‐δό‐λι‐θος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφραγιδόλιθος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία