ημιπολύτιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαημιπολύτιμος, -η, -ο
- που έχει μικρότερη αξία και σπανιότητα από τον πολύτιμο
- ⮡ ο αμέθυστος και ο χαλαζίας ανήκουν στους ημιπολύτιμους λίθους
- ※ Συνδυάζοντας διάφορες τεχνικές, οι Βυζαντινοί χρυσοχόοι σκαλίζουν τα ευγενή μέταλλα, σμιλεύουν τους ημιπολύτιμους λίθους, ίασπη, σαρδόνυχα, λαζουρίτη, αχάτες και την ορεία κρύσταλλο, λεπτουργούν με μοναδική μαστοριά επιπεδόγλυφα και περίκλειστα σμάλτα και δένουν μαργαριτάρια, πετράδια και πολύχρωμα υέλια στα θελκτικά τους μικροτεχνήματα (Το Ελληνικό Κόσμημα : Πέντε Χιλιάδες χρόνια παράδοση, Ελληνικό Κέντρο Αργυροχοΐας, 1995, σελ. 85)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημιπολύτιμος