σπανιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπανιότητα < αρχαία ελληνική σπανιότης < σπάνιος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spa.niˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐νι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπανιότητα θηλυκό
σπανιότητα θηλυκό