↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σποραδικότητα οι σποραδικότητες
      γενική της σποραδικότητας των σποραδικοτήτων
    αιτιατική τη σποραδικότητα τις σποραδικότητες
     κλητική σποραδικότητα σποραδικότητες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σποραδικότητα < σποραδικός + -ότητα/-ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σποραδικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία