Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σποραδικότητα οι σποραδικότητες
      γενική της σποραδικότητας των σποραδικοτήτων
    αιτιατική τη σποραδικότητα τις σποραδικότητες
     κλητική σποραδικότητα σποραδικότητες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σποραδικότητα < σποραδικός + -ότητα/-ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σποραδικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία