Ετυμολογία

επεξεργασία
σπάνις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπάνις, τῆς σπάνεως

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπάνις θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο σπάνις)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπάνῐς αἱ σπάνεις
      γενική τῆς σπάνεως τῶν σπάνεων
      δοτική τῇ σπάνει ταῖς σπάνεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σπάνῐν τὰς σπάνεις
     κλητική ! σπάνῐ σπάνεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπάνει
γεν-δοτ τοῖν  σπανέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπάνις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπάνις θηλυκό