↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμέθυστος η αμέθυστη το αμέθυστο
      γενική του αμέθυστου της αμέθυστης του αμέθυστου
    αιτιατική τον αμέθυστο την αμέθυστη το αμέθυστο
     κλητική αμέθυστε αμέθυστη αμέθυστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμέθυστοι οι αμέθυστες τα αμέθυστα
      γενική των αμέθυστων των αμέθυστων των αμέθυστων
    αιτιατική τους αμέθυστους τις αμέθυστες τα αμέθυστα
     κλητική αμέθυστοι αμέθυστες αμέθυστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. αμέθυστος (επίθετο) < (ελληνιστική κοινήἀμέθυστος < ἀ- + μεθύω
  2. αμέθυστος (ουσιαστικό) < (ελληνιστική κοινήἀμέθυστος (λίθος)

  Επίθετο

επεξεργασία

αμέθυστος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία
 
Αμέθυστος (ημιπολύτιμος λίθος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμέθυστος αρσενικό

αμέθυστος (χρώμα):   

  Μεταφράσεις

επεξεργασία