σφράγιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφράγιση | οι | σφραγίσεις |
γενική | της | σφράγισης* | των | σφραγίσεων |
αιτιατική | τη | σφράγιση | τις | σφραγίσεις |
κλητική | σφράγιση | σφραγίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σφραγίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsfɾa.ʝi.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφράγιση θηλυκό
- άλλη μορφή του σφράγισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφράγιση
|