ακρωτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακρωτήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκρωτήριον[1] < ἄκρος + -τήριον (-τήριο) [2] Συγκρίνετε με το ακρωτήρι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kɾoˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρω‐τή‐ρι‐ο
- παρώνυμο: ακροατήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακρωτήριο ουδέτερο
- (γεωγραφία) τμήμα της ξηράς που εισέρχεται βαθιά στη θάλασσα (και ακρωτήρι)
- (αρχιτεκτονική) κεραμικό ή μαρμάρινο διακοσμητικό στοιχείο της στέγης, κυρίως του αετώματος
- (ανθρώπινο σώμα) τμήμα του αυτιού που βρίσκεται πίσω από τον τυμπανικό υμένα στο κοίλο του τυμπάνου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ακρωτήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.