αέτωμα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αέτωμα | τα | αετώματα |
γενική | του | αετώματος | των | αετωμάτων |
αιτιατική | το | αέτωμα | τα | αετώματα |
κλητική | αέτωμα | αετώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αέτωμα < αρχαία ελληνική ἀέτωμα < ἀετός
Ουσιαστικό Επεξεργασία
αέτωμα ουδέτερο
- ο τριγωνικός χώρος που σχηματίζεται πάνω από το επιστύλιο και κάτω από τη στέγη, στην εμπρόθια και οπίσθια όψη των κλασικών κτηρίων και διακοσμείται με γλυπτές συνθέσεις