ἀετός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀετός | οἱ | ἀετοί |
γενική | τοῦ | ἀετοῦ | τῶν | ἀετῶν |
δοτική | τῷ | ἀετῷ | τοῖς | ἀετοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀετόν | τοὺς | ἀετούς |
κλητική ὦ! | ἀετέ | ἀετοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀετώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀετοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀετός, -οῦ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀετός αρσενικό
- (πτηνό) αετός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 113 @scaife.perseus
- ἀετὸς εἰς γᾶν ὣς ὑπερέπτα,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 10, 620b
- ἔχθρᾳ δὲ καὶ ταύτην τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ τὰ πάθη ἀετοῦ διαλλάξαι βίον.
- και αυτή από έχθρα προς το ανθρώπινο γένος, για όσα είχε πάθει, προτίμησε βίο αϊτού.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ἔχθρᾳ δὲ καὶ ταύτην τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ τὰ πάθη ἀετοῦ διαλλάξαι βίον.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας Αρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, 5.3.2
- καὶ ὁ ἀετὸς ὅτι ἐκεῖσε ἐφοίτα δαισόμενος τῶν σπλάγχνων τοῦ Προμηθέως, καὶ ὁ Ἡρακλῆς ὅτι ἐκεῖσε ἀφικόμενος τόν τε ἀετὸν ἀπέκτεινε καὶ τὸν Προμηθέα τῶν δεσμῶν ἀπέλυσε.
- και ότι εκεί ερχόταν κάθε τόσο ο αετός, για να πάρει τροφή από τα σπλάχνα του Προμηθέα, καθώς και ότι εκεί φθάνοντας ο Ηρακλής σκότωσε τον αετό και απήλλαξε τον Προμηθέα από τα δεσμά του.
- Μετάφραση (1986,1998), Θ.Χ. Σαρικάκης, @greek‑language.gr
- καὶ ὁ ἀετὸς ὅτι ἐκεῖσε ἐφοίτα δαισόμενος τῶν σπλάγχνων τοῦ Προμηθέως, καὶ ὁ Ἡρακλῆς ὅτι ἐκεῖσε ἀφικόμενος τόν τε ἀετὸν ἀπέκτεινε καὶ τὸν Προμηθέα τῶν δεσμῶν ἀπέλυσε.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Θεμιστοκλῆς, 26.3
- καὶ μετὰ ταῦτα κατακοιμηθεὶς ὁ Θεμιστοκλῆς ὄναρ ἔδοξεν ἰδεῖν δράκοντα κατὰ τῆς γαστρὸς αὐτοῦ περιελιττόμενον καὶ προσανέρποντα τῷ τραχήλῳ· γενόμενον δ᾽ ἀετόν, ὡς ἥψατο τοῦ προσώπου, περιβαλόντα τὰς πτέρυγας ἐξᾶραι καὶ κομίζειν πολλὴν ὁδόν,
- Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό ο Θεμιστοκλής έπεσε να κοιμηθεί και βυθισμένος στον ύπνο είδε ένα όνειρο. Του φάνηκε πως έβλεπε ένα μεγάλο φίδι να τυλίγεται γύρω από την κοιλιά του και να σέρνεται προς το λαιμό· έπειτα είδε πως το φίδι, μόλις του άγγιξε το πρόσωπο, έγινε μεμιάς αετός που τον αγκάλιασε με τις φτερούγες του, τον σήκωσε, τον έφερε μακριά·
- Μετάφραση (1965), Μιχάλης Οικονόμου, @greek‑language.gr
- καὶ μετὰ ταῦτα κατακοιμηθεὶς ὁ Θεμιστοκλῆς ὄναρ ἔδοξεν ἰδεῖν δράκοντα κατὰ τῆς γαστρὸς αὐτοῦ περιελιττόμενον καὶ προσανέρποντα τῷ τραχήλῳ· γενόμενον δ᾽ ἀετόν, ὡς ἥψατο τοῦ προσώπου, περιβαλόντα τὰς πτέρυγας ἐξᾶραι καὶ κομίζειν πολλὴν ὁδόν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 113 @scaife.perseus
- (αρχιτεκτονική) αέτωμα
- (σημαία, λάβαρο των Περσών και των Ρωμαίων) αετός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 7, 1.4 @scaife.perseus
- ἦν δὲ αὐτῷ τὸ σημεῖον ἀετὸς χρυσοῦς ἐπὶ δόρατος μακροῦ ἀνατεταμένος. καὶ νῦν δʼ ἔτι τοῦτο τὸ σημεῖον τῷ Περσῶν βασιλεῖ διαμένει.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 7, 1.4 @scaife.perseus
- (στην αστρολογία και μαγεία) μυθικό φυτό που ευδοκιμούσε στη Λιβύη
- είδος αστερισμού (Aquila)
- οιωνός
Άλλες μορφές
επεξεργασία- επικός και ιωνικός τύπος : αἰετός
- δωρικός τύπος : αἰητός
- αἴετος
- ἀητός
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀετός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀετός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.