Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
cape
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Πηγές
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Ετυμολογία
2.2
Προφορά
2.3
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
cape
capes
Ουσιαστικό
επεξεργασία
cape
(en)
(
γεωγραφία
)
το
ακρωτήριο
⮡
We entered the bay sailing along the
cape
.
Μπήκαμε στον κόλπο παραπλέοντας το
ακρωτήριο
.
→
δείτε
και
τη
λέξη
point
(
ενδυμασία
)
η
κάπα
, ο
μανδύας
Πηγές
επεξεργασία
cape
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
cape
capes
Ετυμολογία
επεξεργασία
cape
<
λατινική
cappa
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
kap
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
cape
(fr)
θηλυκό
(
ενδυμασία
)
ο
μανδύας
, η
πατατούκα
, η
κάπα