ενικός         πληθυντικός  
cape capes

Ουσιαστικό

επεξεργασία

cape (en)

  1. (γεωγραφία) το ακρωτήριο
      We entered the bay sailing along the cape.
    Μπήκαμε στον κόλπο παραπλέοντας το ακρωτήριο.
     δείτε και τη λέξη point
  2. (ενδυμασία) η κάπα, ο μανδύας
      ενικός         πληθυντικός  
cape capes

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kap/

Ουσιαστικό

επεξεργασία