ενικός         πληθυντικός  
cape capes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cape (en)

  1. (γεωγραφία) ακρωτήρι
    → δείτε και τη λέξη point
  2. (ενδυμασία) κάπα, μανδύας



      ενικός         πληθυντικός  
cape capes

  Ετυμολογία

επεξεργασία

cape < λατινική cappa

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kap/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cape (fr) θηλυκό