Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατατούκα οι πατατούκες
      γενική της πατατούκας
    αιτιατική την πατατούκα τις πατατούκες
     κλητική πατατούκα πατατούκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατατούκα < (άμεσο δάνειο) βενετική patatuco

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατατούκα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) μάλλινο ρούχο που είναι χοντρό όπως το παλτό και κοντό όπως το σακάκι
  2. (κατ’ επέκταση, οικείο) πολύ χοντρό πανωφόρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία