Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

manteau < mantel < μεσαιωνική λατινική mantellus, υποκοριστικό του mantus

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /mɑ̃to/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
manteau manteaux

manteau (fr) αρσενικό

  1. το παλτό, η πατατούκα, το πανωφόρι
  2. η πλάτη ενός ζώου, όταν έχει διαφορετικό χρώμα από το υπόλοιπο σώμα
  3. (εραλδική) ύφασμα με γούνα ερμίνας που περιβάλλει το οικόσημο
  4. (γεωλογία) ο μανδύας της Γης