manteau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- manteau < mantel < μεσαιωνική λατινική mantellus, υποκοριστικό του mantus
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
manteau | manteaux |
manteau (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
manteau | manteaux |
manteau (fr) αρσενικό