↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γούνα οι γούνες
      γενική της γούνας
    αιτιατική τη γούνα τις γούνες
     κλητική γούνα γούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γούνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γούνα < υστερολατινική gunna[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣu.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γού‐να

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γούνα θηλυκό

  1. το πλούσιο και απαλό τρίχωμα μερικών ζώων
  2. (ενδυμασία) ρούχο από γούνα ζώου, γουναρικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
γουν- 

παράγωγα και σύνθετα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γούνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γούναΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
γούνα, λέξη του 8ου/9ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική gunna

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γούνα θηλυκό

  1. όπως γούνα
     συνώνυμα: γουνία
  2. (ενδυμασία) ρούχο με γούνα

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • γοῦνα (με βραχύ άλφα στην κατάληξη)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
γουν-