πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γούνα οι γούνες
      γενική της γούνας
    αιτιατική τη γούνα τις γούνες
     κλητική γούνα γούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γούνα θηλυκό

  1. το πλούσιο και απαλό τρίχωμα μερικών ζώων
  2. (ενδυμασία) ρούχο από γούνα ζώου, γουναρικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. γούνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γούνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

επεξεργασία
γούνα, λέξη του 8ου/9ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική gunna

Ουσιαστικό

επεξεργασία