τσιντσιλά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσιντσιλά < αγγλική chinchilla[1] [2] ή γαλλική chinchilla[2] < ισπανική chinchilla < γλώσσα αϊμάρα ή κέτσουα

Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσιντσιλά ουδέτερο άκλιτο
- (ζωολογία) μικρό φυτοφάγο θηλαστικό τρωκτικό από τη Νότια Αμερική, γνωστό για τη μαλακή, πυκνή γούνα του, που το προστατεύει από το κρύο
- (συνεκδοχικά, ενδυμασία) το ρούχο που έχει φτιαχτεί από τη γούνα τού παραπάνω θηλαστικού
- (ζωολογία) ποικιλία περσικής γάτας με λευκή γούνα και πράσινα μάτια
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
τσιντσιλά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσιντσιλά
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ τσιντσιλά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- 1 2 τσιντσιλά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)