Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιντσιλά ουδέτερο άκλιτο

  1. (ζωολογία) μικρό φυτοφάγο θηλαστικό τρωκτικό από τη Νότια Αμερική, γνωστό για τη μαλακή, πυκνή γούνα του, που το προστατεύει από το κρύο
  2. (συνεκδοχικά, ενδυμασία) το ρούχο που έχει φτιαχτεί από τη γούνα τού παραπάνω θηλαστικού
  3. (ζωολογία) ποικιλία περσικής γάτας με λευκή γούνα και πράσινα μάτια

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. τσιντσιλά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 τσιντσιλά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)