γουναράδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γουναράδικο < γουναρ(άς) + -άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουναράδικο ουδέτερο
- το εργαστήριο ή το κατάστημα του γουναρά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γούνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουναράδικο
|