γουνάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γουνάριος < μεσαιωνική ελληνική γουνάριος < γούνα + -άριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουνάριος αρσενικό
- (επάγγελμα) ο έμπορος γουναρικών στην Κωνσταντινούπολη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γουνάριος
|