ζιμπελίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζιμπελίνα | οι | ζιμπελίνες |
γενική | της | ζιμπελίνας | — | |
αιτιατική | τη | ζιμπελίνα | τις | ζιμπελίνες |
κλητική | ζιμπελίνα | ζιμπελίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζιμπελίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική zibeline < ιταλική zibellino
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζιμπελίνα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο ζώο της οικογένειας των μουστελιδών με μήκος περίπου 55 εκατ. (από τα οποία το 1/3 είναι η ουρά του), που απαντάται κυρίως στη Σιβηρία και τελεί υπό εξαφάνιση αφού θηρεύεται αλόγιστα λόγω της γούνας της
- η γούνα του ζώου αυτού