ζιβελίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζιβελίνα | οι | ζιβελίνες |
γενική | της | ζιβελίνας | — | |
αιτιατική | τη | ζιβελίνα | τις | ζιβελίνες |
κλητική | ζιβελίνα | ζιβελίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζιβελίνα θηλυκό
- άλλη μορφή του ζιμπελίνα