σαμούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαμούρι | τα | σαμούρια |
γενική | του | σαμουριού | των | σαμουριών |
αιτιατική | το | σαμούρι | τα | σαμούρια |
κλητική | σαμούρι | σαμούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαμούρι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) η ζιμπελίνα
- (κατ’ επέκταση) το δέρμα της ζιμπελίνας