ρενάρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρενάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική renard[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρενάρ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ ρενάρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας