βιζόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βιζόν < (οπτικό δάνειο) γαλλική vison. Περισσότερα στο vison#French στο αγγλικό Βικιλεξικό.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /viˈzon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ζόν
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιζόν ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των Μουστελίδων (κουνάβια, βίδρες, νυφίτσες κ.λπ.).
- το κατεργασμένο εμπορεύσιμο προϊόν της γούνας του ζώου
- → δείτε και τη λέξη μινκ
- (επιθετικοποιημένο άκλιτο)
- ⮡ Βρήκα στη ντουλάπα ένα μινκ παλτό της μαμάς μου.
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
βιζόν στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- βιζόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βιζόν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)