γουνοποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣu.no.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐νο‐ποι‐ός
Ουσιαστικό επεξεργασία
γουνοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που κατασκευάζει, επιδιορθώνει ή μεταποιεί γούνινα ενδύματα ή είδη