μεταποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταποιώ < αρχαία ελληνική μεταποιέω (μετά + ποιέω)
Ρήμα
επεξεργασίαμεταποιώ
- επεξεργάζομαι με μηχανικές ή χημικές μεθόδους ένα προϊόν ή γενικά ένα αντικείμενο
- μετατρέπω ένα ρούχο, πχ το στενεύω ή το φαρδαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- μεταποίηση (κυρίως ειδών)
- μεταποιημένος (για υλικά, αντικείμενα)
- μεταποιητικός (π.χ. τομέας)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταποιώ | μεταποιούσα | θα μεταποιώ | να μεταποιώ | μεταποιώντας | |
β' ενικ. | μεταποιείς | μεταποιούσες | θα μεταποιείς | να μεταποιείς | (μεταποίει) | |
γ' ενικ. | μεταποιεί | μεταποιούσε | θα μεταποιεί | να μεταποιεί | ||
α' πληθ. | μεταποιούμε | μεταποιούσαμε | θα μεταποιούμε | να μεταποιούμε | ||
β' πληθ. | μεταποιείτε | μεταποιούσατε | θα μεταποιείτε | να μεταποιείτε | μεταποιείτε | |
γ' πληθ. | μεταποιούν(ε) | μεταποιούσαν(ε) | θα μεταποιούν(ε) | να μεταποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταποίησα | θα μεταποιήσω | να μεταποιήσω | μεταποιήσει | ||
β' ενικ. | μεταποίησες | θα μεταποιήσεις | να μεταποιήσεις | μεταποίησε | ||
γ' ενικ. | μεταποίησε | θα μεταποιήσει | να μεταποιήσει | |||
α' πληθ. | μεταποιήσαμε | θα μεταποιήσουμε | να μεταποιήσουμε | |||
β' πληθ. | μεταποιήσατε | θα μεταποιήσετε | να μεταποιήσετε | μεταποιήστε | ||
γ' πληθ. | μεταποίησαν μεταποιήσαν(ε) |
θα μεταποιήσουν(ε) | να μεταποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταποιήσει | είχα μεταποιήσει | θα έχω μεταποιήσει | να έχω μεταποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταποιήσει | είχες μεταποιήσει | θα έχεις μεταποιήσει | να έχεις μεταποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταποιήσει | είχε μεταποιήσει | θα έχει μεταποιήσει | να έχει μεταποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταποιήσει | είχαμε μεταποιήσει | θα έχουμε μεταποιήσει | να έχουμε μεταποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταποιήσει | είχατε μεταποιήσει | θα έχετε μεταποιήσει | να έχετε μεταποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταποιήσει | είχαν μεταποιήσει | θα έχουν μεταποιήσει | να έχουν μεταποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταποιούμαι | μεταποιούμουν | θα μεταποιούμαι | να μεταποιούμαι | μεταποιούμενος | |
β' ενικ. | μεταποιείσαι | μεταποιούσουν | θα μεταποιείσαι | να μεταποιείσαι | ||
γ' ενικ. | μεταποιείται | μεταποιούνταν | θα μεταποιείται | να μεταποιείται | ||
α' πληθ. | μεταποιούμαστε | μεταποιούμασταν μεταποιούμαστε |
θα μεταποιούμαστε | να μεταποιούμαστε | ||
β' πληθ. | μεταποιείστε | μεταποιούσασταν μεταποιούσαστε |
θα μεταποιείστε | να μεταποιείστε | μεταποιείστε | |
γ' πληθ. | μεταποιούνται | μεταποιούνταν | θα μεταποιούνται | να μεταποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταποιήθηκα | θα μεταποιηθώ | να μεταποιηθώ | μεταποιηθεί | ||
β' ενικ. | μεταποιήθηκες | θα μεταποιηθείς | να μεταποιηθείς | μεταποιήσου | ||
γ' ενικ. | μεταποιήθηκε | θα μεταποιηθεί | να μεταποιηθεί | |||
α' πληθ. | μεταποιηθήκαμε | θα μεταποιηθούμε | να μεταποιηθούμε | |||
β' πληθ. | μεταποιηθήκατε | θα μεταποιηθείτε | να μεταποιηθείτε | μεταποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | μεταποιήθηκαν μεταποιηθήκαν(ε) |
θα μεταποιηθούν(ε) | να μεταποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μεταποιηθεί | είχα μεταποιηθεί | θα έχω μεταποιηθεί | να έχω μεταποιηθεί | μεταποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις μεταποιηθεί | είχες μεταποιηθεί | θα έχεις μεταποιηθεί | να έχεις μεταποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μεταποιηθεί | είχε μεταποιηθεί | θα έχει μεταποιηθεί | να έχει μεταποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταποιηθεί | είχαμε μεταποιηθεί | θα έχουμε μεταποιηθεί | να έχουμε μεταποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μεταποιηθεί | είχατε μεταποιηθεί | θα έχετε μεταποιηθεί | να έχετε μεταποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταποιηθεί | είχαν μεταποιηθεί | θα έχουν μεταποιηθεί | να έχουν μεταποιηθεί |
, πρτ.: μεταποιούσα, στ.μέλλ.: θα μεταποιήσω, αόρ.: μεταποίησα, μτχ.π.π.: μεταποιημένος