Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταποιώ < αρχαία ελληνική μεταποιέω (μετά + ποιέω)

  Ρήμα επεξεργασία

μεταποιώ

  1. επεξεργάζομαι με μηχανικές ή χημικές μεθόδους ένα προϊόν ή γενικά ένα αντικείμενο
  2. μετατρέπω ένα ρούχο, πχ το στενεύω ή το φαρδαίνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

, πρτ.: μεταποιούσα, στ.μέλλ.: θα μεταποιήσω, αόρ.: μεταποίησα, μτχ.π.π.: μεταποιημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία