Δείτε επίσης: μεταποιήσιμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταποιητικός η μεταποιητική το μεταποιητικό
      γενική του μεταποιητικού της μεταποιητικής του μεταποιητικού
    αιτιατική τον μεταποιητικό τη μεταποιητική το μεταποιητικό
     κλητική μεταποιητικέ μεταποιητική μεταποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταποιητικοί οι μεταποιητικές τα μεταποιητικά
      γενική των μεταποιητικών των μεταποιητικών των μεταποιητικών
    αιτιατική τους μεταποιητικούς τις μεταποιητικές τα μεταποιητικά
     κλητική μεταποιητικοί μεταποιητικές μεταποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταποιητικός < ελληνιστική κοινή μεταποιητικός < αρχαία ελληνική μεταποιέω / μεταποιῶ

  Επίθετο

επεξεργασία

μεταποιητικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία