ενεστώτας remodel
γ΄ ενικό ενεστώτα remodels
αόριστος remodelled, remodeled
παθητική μετοχή remodelled, remodeled
ενεργητική μετοχή remodelling, remodeling
Οι δεύτεροι τύποι, κυρίως στα αμερικάνικα αγγλικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
remodel < re- + model

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌriːˈmɒd.əl/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌriːˈmɑː.dəl/ (ΗΠΑ)

remodel (en)

  1. ανακαινίζω, αναδιαμορφώνω
    ⮡  Rob wanted to remodel his office and make it larger.
    Ο Ρομπ ήθελε να ανακαινίσει το γραφείο του και να το κάνει μεγαλύτερο.
  2. μεταποιώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία