Δείτε επίσης: ἀνακαινίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακαινίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνακαινίζω < αρχαία ελληνική ἀνακαινίζομαι[1] < αρχαία ελληνική ἀνά καινίζω < καινός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.ceˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐και‐νί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

ανακαινίζω, αόρ.: ανακαίνισα, παθ.φωνή: ανακαινίζομαι, π.αόρ.: ανακαινίστηκα, μτχ.π.π.: ανακαινισμένος

Υπώνυμα επεξεργασία

συναφή:

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία