Δείτε επίσης: ἀνακαινίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.ceˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανακαινίζω

ανακαινίζω, αόρ.: ανακαίνισα, παθ.φωνή: ανακαινίζομαι, π.αόρ.: ανακαινίστηκα, μτχ.π.π.: ανακαινισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία