αναπαλαιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπαλαιώνω < αναπαλαίωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
επεξεργασίααναπαλαιώνω (παθητική φωνή: αναπαλαιώνομαι)
- κάνω κάτι να φαίνεται σαν παλιό
- αποκαθιστώ κάτι στη μορφή που είχε παλαιότερα
- ※ Στο εξωτερικό υπάρχουν δεκάδες σύλλογοι που αναπαλαιώνουν και διατηρούν ιστορικά στρατιωτικά οχήματα. Από το 1985 στην Ελλάδα υπάρχει ο Σύλλογος Διατηρήσεως Ιστορικών Οχημάτων με σκοπό την αναζήτηση, την περισυλλογή, την αναπαλαίωση και τη διατήρηση αντιπροσωπευτικών οχημάτων που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό την περίοδο 1940 - 1960. (εφημερίδα Το Βήμα, 17/10/2013)
Συγγενικά
επεξεργασία- αναπαλαίωση
- αναπαλαιωμένος
- → δείτε τις λέξεις ανά και παλαιός
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αναβίωση
- ανακατασκευή
- ανανέωση
- ανάπλαση
- αναστήλωση
- αποκατάσταση
- διάσωση
- διατήρηση
- επανάχρηση
- επισκευή
- συντήρηση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπαλαιώνω | αναπαλαίωνα | θα αναπαλαιώνω | να αναπαλαιώνω | αναπαλαιώνοντας | |
β' ενικ. | αναπαλαιώνεις | αναπαλαίωνες | θα αναπαλαιώνεις | να αναπαλαιώνεις | αναπαλαίωνε | |
γ' ενικ. | αναπαλαιώνει | αναπαλαίωνε | θα αναπαλαιώνει | να αναπαλαιώνει | ||
α' πληθ. | αναπαλαιώνουμε | αναπαλαιώναμε | θα αναπαλαιώνουμε | να αναπαλαιώνουμε | ||
β' πληθ. | αναπαλαιώνετε | αναπαλαιώνατε | θα αναπαλαιώνετε | να αναπαλαιώνετε | αναπαλαιώνετε | |
γ' πληθ. | αναπαλαιώνουν(ε) | αναπαλαίωναν αναπαλαιώναν(ε) |
θα αναπαλαιώνουν(ε) | να αναπαλαιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπαλαίωσα | θα αναπαλαιώσω | να αναπαλαιώσω | αναπαλαιώσει | ||
β' ενικ. | αναπαλαίωσες | θα αναπαλαιώσεις | να αναπαλαιώσεις | αναπαλαίωσε | ||
γ' ενικ. | αναπαλαίωσε | θα αναπαλαιώσει | να αναπαλαιώσει | |||
α' πληθ. | αναπαλαιώσαμε | θα αναπαλαιώσουμε | να αναπαλαιώσουμε | |||
β' πληθ. | αναπαλαιώσατε | θα αναπαλαιώσετε | να αναπαλαιώσετε | αναπαλαιώστε | ||
γ' πληθ. | αναπαλαίωσαν αναπαλαιώσαν(ε) |
θα αναπαλαιώσουν(ε) | να αναπαλαιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπαλαιώσει | είχα αναπαλαιώσει | θα έχω αναπαλαιώσει | να έχω αναπαλαιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπαλαιώσει | είχες αναπαλαιώσει | θα έχεις αναπαλαιώσει | να έχεις αναπαλαιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναπαλαιώσει | είχε αναπαλαιώσει | θα έχει αναπαλαιώσει | να έχει αναπαλαιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπαλαιώσει | είχαμε αναπαλαιώσει | θα έχουμε αναπαλαιώσει | να έχουμε αναπαλαιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπαλαιώσει | είχατε αναπαλαιώσει | θα έχετε αναπαλαιώσει | να έχετε αναπαλαιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπαλαιώσει | είχαν αναπαλαιώσει | θα έχουν αναπαλαιώσει | να έχουν αναπαλαιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπαλαιώνω