Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναπαλαιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναπαλαιωμέν
ος
η
αναπαλαιωμέν
η
το
αναπαλαιωμέν
ο
γενική
του
αναπαλαιωμέν
ου
της
αναπαλαιωμέν
ης
του
αναπαλαιωμέν
ου
αιτιατική
τον
αναπαλαιωμέν
ο
την
αναπαλαιωμέν
η
το
αναπαλαιωμέν
ο
κλητική
αναπαλαιωμέν
ε
αναπαλαιωμέν
η
αναπαλαιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναπαλαιωμέν
οι
οι
αναπαλαιωμέν
ες
τα
αναπαλαιωμέν
α
γενική
των
αναπαλαιωμέν
ων
των
αναπαλαιωμέν
ων
των
αναπαλαιωμέν
ων
αιτιατική
τους
αναπαλαιωμέν
ους
τις
αναπαλαιωμέν
ες
τα
αναπαλαιωμέν
α
κλητική
αναπαλαιωμέν
οι
αναπαλαιωμέν
ες
αναπαλαιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αναπαλαιωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αναπαλαιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναπαλαιωμένος
γαλλικά
:
restauré
(fr)