πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναστήλωση οι αναστηλώσεις
      γενική της αναστήλωσης* των αναστηλώσεων
    αιτιατική την αναστήλωση τις αναστηλώσεις
     κλητική αναστήλωση αναστηλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναστηλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναστήλωση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία