αναστήλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναστήλωση | οι | αναστηλώσεις |
γενική | της | αναστήλωσης* | των | αναστηλώσεων |
αιτιατική | την | αναστήλωση | τις | αναστηλώσεις |
κλητική | αναστήλωση | αναστηλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναστηλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναστήλωση < ελληνιστική κοινή ἀναστήλωσις < ἀνά + αρχαία ελληνική στήλη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναστήλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα τού αναστηλώνω
- η αποκατάσταση αξιόλογου κτίσματος (μνημείου) στην αρχική του μορφή
- ※ Δίπλα, συνεχίζονται οι εργασίες αναστήλωσης του Παρθενώνα. Προς στιγμήν ξεχνιέμαι. Με συνεπαίρνει η υψηλή ποιότητα της αναστήλωσης, διακρίνω τα νέα κομμάτια του λευκού μαρμάρου που συμπληρώνουν τόσο περίτεχνα τα σπόλια που χάθηκαν και τώρα ξαναβρίσκουν τη θέση τους πάνω στους κίονες, στα επιστήλια, στα γείσα. (www.efsyn.gr, 12.04.2021)
- (θρησκεία, ιστορία) η επαναφορά των εικόνων στην εκκλησία (με το τέλος της εικονομαχίας)
- (μεταφορικά) αποκατάσταση
- η αποκατάσταση αξιόλογου κτίσματος (μνημείου) στην αρχική του μορφή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αναστηλώνω και στήλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
η αποκατάσταση αξιόλογου κτίσματος (μνημείου) στην αρχική του μορφή
Πηγές
επεξεργασία
- αναστήλωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναστήλωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αναστήλωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- αναστήλωση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας