Δείτε επίσης: ἀναστηλώνω, αναστυλώνω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αναστηλώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀναστηλώνω (αναπαριστώ τιμητικά)[1] < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναστηλόω-ἀναστηλῶ (βάζω πάνω σε κολόνα ως μνημείο)[2] < ἀνά + στηλόω (στήνω, αφιερώνω μνημείο, τάμα) < στήλη. Διαφορετικό το αναστυλώνω

αναστηλώνω, αόρ.: αναστήλωσα, παθ.φωνή: αναστηλώνομαι, π.αόρ.: αναστηλώθηκα, μτχ.π.π.: αναστηλωμένος

  1. αποκαθιστώ ένα αξιόλογο κτίσμα (μνημείο) στην αρχική του μορφή, ανακαινίζω
      έκτοτε ο ναός αναστηλώθηκε πολλές φορές, αλλά...
  2. επαναφέρω τις εικόνες στην εκκλησία (στην εποχή της εικονομαχίας)
      Όταν οι εικόνες αναστηλώθηκαν η αυλή του Βυζαντίου προκάλεσε ρήξη τόσο με τους υπηκόοους της σημερινής Μέσης Ανατολής, όσο και με τον Πάπα
  3. (παθητική φωνή) ανακτώ τις σωματικές δυνάμεις μου [3]
     συνώνυμα: καρδαμώνω
  4. ενθαρρύνω, εμψυχώνω (και παθητικό: ανασκουμπώνομαι, ξαναβρίσκω το σθένος μου)
      αναστηλώθηκε ο καπιταλισμός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αναστηλώνω -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. αναστηλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. 1 2 Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .