αναστηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναστηλώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀναστηλώνω (αναπαριστώ τιμητικά)[1] < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναστηλόω-ἀναστηλῶ (βάζω πάνω σε κολόνα ως μνημείο)[2] < ἀνά + στηλόω (στήνω, αφιερώνω μνημείο, τάμα) < στήλη. Διαφορετικό το αναστυλώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.stiˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐στη‐λώ‐νω
- ομόηχο: αναστυλώνω
Ρήμα
επεξεργασίααναστηλώνω, αόρ.: αναστήλωσα, παθ.φωνή: αναστηλώνομαι, π.αόρ.: αναστηλώθηκα, μτχ.π.π.: αναστηλωμένος
- αποκαθιστώ ένα αξιόλογο κτίσμα (μνημείο) στην αρχική του μορφή, ανακαινίζω
- ⮡ έκτοτε ο ναός αναστηλώθηκε πολλές φορές, αλλά...
- επαναφέρω τις εικόνες στην εκκλησία (στην εποχή της εικονομαχίας)
- (παθητική φωνή) ανακτώ τις σωματικές δυνάμεις μου [3]
- ενθαρρύνω, εμψυχώνω (και παθητικό: ανασκουμπώνομαι, ξαναβρίσκω το σθένος μου)
- ⮡ αναστηλώθηκε ο καπιταλισμός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη στήλη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναστηλώνω | αναστήλωνα | θα αναστηλώνω | να αναστηλώνω | αναστηλώνοντας | |
β' ενικ. | αναστηλώνεις | αναστήλωνες | θα αναστηλώνεις | να αναστηλώνεις | αναστήλωνε | |
γ' ενικ. | αναστηλώνει | αναστήλωνε | θα αναστηλώνει | να αναστηλώνει | ||
α' πληθ. | αναστηλώνουμε | αναστηλώναμε | θα αναστηλώνουμε | να αναστηλώνουμε | ||
β' πληθ. | αναστηλώνετε | αναστηλώνατε | θα αναστηλώνετε | να αναστηλώνετε | αναστηλώνετε | |
γ' πληθ. | αναστηλώνουν(ε) | αναστήλωναν αναστηλώναν(ε) |
θα αναστηλώνουν(ε) | να αναστηλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναστήλωσα | θα αναστηλώσω | να αναστηλώσω | αναστηλώσει | ||
β' ενικ. | αναστήλωσες | θα αναστηλώσεις | να αναστηλώσεις | αναστήλωσε | ||
γ' ενικ. | αναστήλωσε | θα αναστηλώσει | να αναστηλώσει | |||
α' πληθ. | αναστηλώσαμε | θα αναστηλώσουμε | να αναστηλώσουμε | |||
β' πληθ. | αναστηλώσατε | θα αναστηλώσετε | να αναστηλώσετε | αναστηλώστε | ||
γ' πληθ. | αναστήλωσαν αναστηλώσαν(ε) |
θα αναστηλώσουν(ε) | να αναστηλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναστηλώσει | είχα αναστηλώσει | θα έχω αναστηλώσει | να έχω αναστηλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναστηλώσει | είχες αναστηλώσει | θα έχεις αναστηλώσει | να έχεις αναστηλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναστηλώσει | είχε αναστηλώσει | θα έχει αναστηλώσει | να έχει αναστηλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναστηλώσει | είχαμε αναστηλώσει | θα έχουμε αναστηλώσει | να έχουμε αναστηλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναστηλώσει | είχατε αναστηλώσει | θα έχετε αναστηλώσει | να έχετε αναστηλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναστηλώσει | είχαν αναστηλώσει | θα έχουν αναστηλώσει | να έχουν αναστηλώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναστηλώνομαι | αναστηλωνόμουν(α) | θα αναστηλώνομαι | να αναστηλώνομαι | ||
β' ενικ. | αναστηλώνεσαι | αναστηλωνόσουν(α) | θα αναστηλώνεσαι | να αναστηλώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αναστηλώνεται | αναστηλωνόταν(ε) | θα αναστηλώνεται | να αναστηλώνεται | ||
α' πληθ. | αναστηλωνόμαστε | αναστηλωνόμαστε αναστηλωνόμασταν |
θα αναστηλωνόμαστε | να αναστηλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αναστηλώνεστε | αναστηλωνόσαστε αναστηλωνόσασταν |
θα αναστηλώνεστε | να αναστηλώνεστε | (αναστηλώνεστε) | |
γ' πληθ. | αναστηλώνονται | αναστηλώνονταν αναστηλωνόντουσαν |
θα αναστηλώνονται | να αναστηλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναστηλώθηκα | θα αναστηλωθώ | να αναστηλωθώ | αναστηλωθεί | ||
β' ενικ. | αναστηλώθηκες | θα αναστηλωθείς | να αναστηλωθείς | αναστηλώσου | ||
γ' ενικ. | αναστηλώθηκε | θα αναστηλωθεί | να αναστηλωθεί | |||
α' πληθ. | αναστηλωθήκαμε | θα αναστηλωθούμε | να αναστηλωθούμε | |||
β' πληθ. | αναστηλωθήκατε | θα αναστηλωθείτε | να αναστηλωθείτε | αναστηλωθείτε | ||
γ' πληθ. | αναστηλώθηκαν αναστηλωθήκαν(ε) |
θα αναστηλωθούν(ε) | να αναστηλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναστηλωθεί | είχα αναστηλωθεί | θα έχω αναστηλωθεί | να έχω αναστηλωθεί | αναστηλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναστηλωθεί | είχες αναστηλωθεί | θα έχεις αναστηλωθεί | να έχεις αναστηλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναστηλωθεί | είχε αναστηλωθεί | θα έχει αναστηλωθεί | να έχει αναστηλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναστηλωθεί | είχαμε αναστηλωθεί | θα έχουμε αναστηλωθεί | να έχουμε αναστηλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναστηλωθεί | είχατε αναστηλωθεί | θα έχετε αναστηλωθεί | να έχετε αναστηλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναστηλωθεί | είχαν αναστηλωθεί | θα έχουν αναστηλωθεί | να έχουν αναστηλωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναστηλωμένος - είμαστε, είστε, είναι αναστηλωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναστηλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναστηλωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναστηλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναστηλωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναστηλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναστηλωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αναστηλώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ αναστηλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 3,0 3,1 ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .