ανασκουμπώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασκουμπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανασκουμπώνω < αρχαία ελληνική ἀνακομβόομαι
Ρήμα
επεξεργασίαανασκουμπώνομαι, πρτ.: ανασκουμπωνόμουν, στ.μέλλ.: θα ανασκουμπωθώ, αόρ.: ανασκουμπώθηκα, μτχ.π.π.: ανασκουμπωμένος
- σηκώνω τα μανίκια ψηλά, για να κάνω μια δουλειά
- προετοιμάζομαι για να ξεκινήσω μια δουλειά που θα απαιτήσει χρόνο και προσπάθεια