ἀνακομβόομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀνακομβόομαι
- ξεκουμπώνομαι, ανασκουμπώνομαι για να κάνω μια δουλειά
- Συζωσάμενος καὶ ἀνακομβωσάμενος, καὶ λαβὼν πέλεκυν ἢ ἀξίνην, μετὰ θυμοῦ πρόσελθε τῷ δένδρῳ, ἐκκόψαι τοῦτο βουλόμενος. (Γεωπονικά, 10.83.1)
Αναφορές
επεξεργασίαHenry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 100