ανασκουμπωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανασκουμπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανασκουμπώνω
Μετοχή επεξεργασία
ανασκουμπωμένος, -η, -ο
- που έχει ανασκουμπωθεί, που είναι έτοιμος να πράξει κάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανασκουμπωμένος
|